- σπογγαλιέας
- οαυτός που αλιεύει σφουγγάρια, σφουγγαράς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σπογγαλιέας — και σπογγαλιεύς, ο, Ν αλιέας σπόγγων, σφουγγαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπόγγος + ἀλιεύς / αλιέας. Η λ., στον λόγο τύπο σπογγαλιεύς, μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη] … Dictionary of Greek
σπογγαλιεύς — ο, Ν βλ. σπογγαλιέας … Dictionary of Greek
σπογγοθήρας — ὁ, Α σπογγαλιέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπόγγος + θήρας (< θήρα), πρβλ. χρυσο θήρας] … Dictionary of Greek
σφουγγαράς — ο, Ν 1. σπογγαλιέας 2. γυμνός δύτης 3. πωλητής σπόγγων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφουγγάρι + κατάλ. άς (πρβλ. γαλατ άς)] … Dictionary of Greek